ευλογάω

ευλογάω
ευλογάω / ευλογώ (παρατατ. -ούσα), ευλόγησα βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
ευλογάω : κυρίως χρησιμοποιείται ο τύπος βλογάω.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευλογώ — ευλογώ, ευλόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ευλογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”